Αυτονομία στα δανικά

Μετάφραση: αυτονομία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
selvstyre, autonomi, selvstændighed, uafhængighed, selvstændige
Αυτονομία στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτονομία

αυτονομία ή βαρβαρότητα, αυτονομία παλαιών πολυκατοικιών, αυτονομία συνώνυμο, αυτονομία σχολικής μονάδας, αυτονομία θέρμανσης, αυτονομία λεξικό γλώσσας δανικά, αυτονομία στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αυτοματοποίηση στα δανικά - automation, automatisering, Automations, automatik, automatiseringen
  • αυτοματοποιώ στα δανικά - Automates, automatiserer
  • αυτοπεποίθηση στα δανικά - tillid, tilliden, tillid til, selvtillid
  • αυτοσχεδιάζω στα δανικά - improvisere, improviserer, at improvisere, improviseres
Τυχαίες λέξεις
Αυτονομία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: selvstyre, autonomi, selvstændighed, uafhængighed, selvstændige