Αυτονομία στα φινλανδικά
Μετάφραση: αυτονομία, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
itsehallinto, autonomia, autonomian, autonomiaa, itsenäisyyttä, itsenäisyys
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτονομία
αυτονομία ή βαρβαρότητα, αυτονομία παλαιών πολυκατοικιών, αυτονομία συνώνυμο, αυτονομία σχολικής μονάδας, αυτονομία θέρμανσης, αυτονομία λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αυτονομία στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- αυτοματοποίηση στα φινλανδικά - automaatio, automaation, automaatio-, automatisointi
- αυτοματοποιώ στα φινλανδικά - Automates, automaatte-, Automatisoi, automaatte- ja
- αυτοπεποίθηση στα φινλανδικά - itsevarmuus, usko, itseluottamus, luottamus, varmuus, luottamusta, luottamuksen, ...
- αυτοσχεδιάζω στα φινλανδικά - improvisoida, improvisoimaan, improvisoi, improvisoivat, improvisointia
Τυχαίες λέξεις
Αυτονομία στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: itsehallinto, autonomia, autonomian, autonomiaa, itsenäisyyttä, itsenäisyys
Μεταφράσεις: itsehallinto, autonomia, autonomian, autonomiaa, itsenäisyyttä, itsenäisyys