Αυτονομία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αυτονομία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
autonomia, a autonomia, de autonomia, da autonomia
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυτονομία
αυτονομία ή βαρβαρότητα, αυτονομία παλαιών πολυκατοικιών, αυτονομία συνώνυμο, αυτονομία σχολικής μονάδας, αυτονομία θέρμανσης, αυτονομία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αυτονομία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αυτοματοποίηση στα πορτογαλικά - automação, automatização, de automação, automação de, a automação
- αυτοματοποιώ στα πορτογαλικά - automatizar, Automatiza, Automates, Automatiza o, automatiza a, autômatos
- αυτοπεποίθηση στα πορτογαλικά - fé, confiança, a confiança, de confiança, confiança de, confiança dos
- αυτοσχεδιάζω στα πορτογαλικά - improvisar, melhorar, reparar, improvise, improvisam, improviso, improvisação
Τυχαίες λέξεις
Αυτονομία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: autonomia, a autonomia, de autonomia, da autonomia
Μεταφράσεις: autonomia, a autonomia, de autonomia, da autonomia