Έννοια στα βουλγαρικά
Μετάφραση: έννοια, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
значение, понятие, означава, което означава
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έννοια
έννοια χρηστής διοίκησης, έννοια της ποιότητας του παραγόμενου έργου στα δημόσια νοσοκομεία, έννοια καταναλωτή, έννοια ιδιωτικοποίησης, έννοια υποκαταστήματος, έννοια λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, έννοια στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ένζυμο στα βουλγαρικά - ензим, ензима, ензимен, ензими
- ένιωθα στα βουλγαρικά - филц, чувствах, усетих, почувствах, чувствах се, почувствах се
- ένοικος στα βουλγαρικά - наемател, наемателя, наемателите, арендатор, наемателят
- ένορκος στα βουλγαρικά - съдебен заседател, заседател, журито, жури, заседателите
Τυχαίες λέξεις
Έννοια στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: значение, понятие, означава, което означава
Μεταφράσεις: значение, понятие, означава, което означава