Έννοια στα σουηδικά

Μετάφραση: έννοια, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mening, sorg, begrepp, oro, betydelse, grämelse, betyder, menande, vilket innebär, innebär, vilket betyder
Έννοια στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έννοια

έννοια χρηστής διοίκησης, έννοια της ποιότητας του παραγόμενου έργου στα δημόσια νοσοκομεία, έννοια καταναλωτή, έννοια ιδιωτικοποίησης, έννοια υποκαταστήματος, έννοια λεξικό γλώσσας σουηδικά, έννοια στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • ένζυμο στα σουηδικά - enzym, enzymet
  • ένιωθα στα σουηδικά - filt, jag kände, jag kände mig, kände jag, kände jag mig, jag kände att
  • ένοικος στα σουηδικά - hyresgäst, arrendator, hyresgästen, hyresgästens, arrendatorn
  • ένορκος στα σουηδικά - juror, jurymedlem, nämndeman, jurymedlemmen, juryman
Τυχαίες λέξεις
Έννοια στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: mening, sorg, begrepp, oro, betydelse, grämelse, betyder, menande, vilket innebär, innebär, vilket betyder