Έννοια στα λιθουανικά
Μετάφραση: έννοια, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sąvoka, reikšmė, idėja, prasmė, reiškia, tai reiškia
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έννοια
έννοια χρηστής διοίκησης, έννοια της ποιότητας του παραγόμενου έργου στα δημόσια νοσοκομεία, έννοια καταναλωτή, έννοια ιδιωτικοποίησης, έννοια υποκαταστήματος, έννοια λεξικό γλώσσας λιθουανικά, έννοια στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ένζυμο στα λιθουανικά - fermentas, fermento, fermentų, fermentą
- ένιωθα στα λιθουανικά - fetras, veltinis, Aš jaučiau,, Aš jaučiau, Aš jaučiausi
- ένοικος στα λιθουανικά - nuomininkas, nuomininko, nuomininkui, nuomininkų
- ένορκος στα λιθουανικά - žiuri narys, prisiekusiųjų, Grupės narys, prisiekusiųjų specialios sudėties, Atestuotas
Τυχαίες λέξεις
Έννοια στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: sąvoka, reikšmė, idėja, prasmė, reiškia, tai reiškia
Μεταφράσεις: sąvoka, reikšmė, idėja, prasmė, reiškia, tai reiškia