Έννοια στα ουγγρικά
Μετάφραση: έννοια, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyugtalankodás, szándékú, jelentés, jelenti, azaz, vagyis, jelentése
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έννοια
έννοια χρηστής διοίκησης, έννοια της ποιότητας του παραγόμενου έργου στα δημόσια νοσοκομεία, έννοια καταναλωτή, έννοια ιδιωτικοποίησης, έννοια υποκαταστήματος, έννοια λεξικό γλώσσας ουγγρικά, έννοια στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ένζυμο στα ουγγρικά - enzim, enzimet, enzimmel, enzimek, enzimes
- ένιωθα στα ουγγρικά - nemez, filc, éreztem, úgy éreztem, éreztem magam
- ένοικος στα ουγγρικά - bérlő, bérlői, bérlője, bérlo, a bérlő
- ένορκος στα ουγγρικά - esküdt, zsűritag, esküdtet, zsűritagja
Τυχαίες λέξεις
Έννοια στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: nyugtalankodás, szándékú, jelentés, jelenti, azaz, vagyis, jelentése
Μεταφράσεις: nyugtalankodás, szándékú, jelentés, jelenti, azaz, vagyis, jelentése