Έννοια στα σλοβενικά

Μετάφραση: έννοια, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pojem, skrbeti, koncept, starost, kar pomeni,, pomeni, kar pomeni, torej
Έννοια στα σλοβενικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έννοια

έννοια χρηστής διοίκησης, έννοια της ποιότητας του παραγόμενου έργου στα δημόσια νοσοκομεία, έννοια καταναλωτή, έννοια ιδιωτικοποίησης, έννοια υποκαταστήματος, έννοια λεξικό γλώσσας σλοβενικά, έννοια στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • ένζυμο στα σλοβενικά - encim, encima, encimski, encimska
  • ένιωθα στα σλοβενικά - žamet, počutil sem, sem se počutil, počutil sem se, Čutila sem, sem čutil
  • ένοικος στα σλοβενικά - nájemník, najemnik, stanovalec, zakupnik, najemnika, tenant
  • ένορκος στα σλοβενικά - porotnik, član žirije, žirije, biti član porote, član porote
Τυχαίες λέξεις
Έννοια στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: pojem, skrbeti, koncept, starost, kar pomeni,, pomeni, kar pomeni, torej