Αλέθω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αλέθω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лорд, мелене, смилане, зубрене, работя усилено, меля
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλέθω
αλέθω in english, αλέθω στα αγγλικα, αλέθω παρατατικος, αλέθω σιτάρι, αλέθω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αλέθω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αλάνθαστος στα βουλγαρικά - непогрешим, безпогрешен, непогрешимо, непогрешими, непогрешимото
- αλάτι στα βουλγαρικά - сол, негова, соли, сол на
- αλέτρι στα βουλγαρικά - плуг, рало, плуга, на плуга, плужно
- αλήθεια στα βουλγαρικά - правда, истина, истината, на истината
Τυχαίες λέξεις
Αλέθω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: лорд, мелене, смилане, зубрене, работя усилено, меля
Μεταφράσεις: лорд, мелене, смилане, зубрене, работя усилено, меля