Αλέθω στα ολλανδικά

Μετάφραση: αλέθω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
molen, knarsen, metaalfabriek, piepen, arbeiden, slijpen, vermalen, malen, grind, sleur
Αλέθω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλέθω

αλέθω in english, αλέθω στα αγγλικα, αλέθω παρατατικος, αλέθω σιτάρι, αλέθω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αλέθω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αλάνθαστος στα ολλανδικά - onfeilbaar, onfeilbare, onfeilbaar is, feilloos, feilloze
  • αλάτι στα ολλανδικά - gezouten, zout, pekelen, zouten, zoute, het zout, salt
  • αλέτρι στα ολλανδικά - omploegen, ploeg, doorploegen, ploegen, plough, plow
  • αλήθεια στα ολλανδικά - erg, terdege, werkelijk, heel, waarachtig, waarheid, waarlijk, ...
Τυχαίες λέξεις
Αλέθω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: molen, knarsen, metaalfabriek, piepen, arbeiden, slijpen, vermalen, malen, grind, sleur