Αλέθω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αλέθω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
moer, lidar, moinhos, moinho, ordenhar, fábrica, grade, leite, moagem, rotina, moa, trituração
Αλέθω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλέθω

αλέθω in english, αλέθω στα αγγλικα, αλέθω παρατατικος, αλέθω σιτάρι, αλέθω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αλέθω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αλάνθαστος στα πορτογαλικά - infalível, infalíveis
  • αλάτι στα πορτογαλικά - salmão, sais, salmões, sal, salgar, sal de, de sal, ...
  • αλέτρι στα πορτογαλικά - arar, lote, urdir, arado, charrua, arado de, plough, ...
  • αλήθεια στα πορτογαλικά - confiança, verdade, deveras, confiar, muito, realize, realmente, ...
Τυχαίες λέξεις
Αλέθω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: moer, lidar, moinhos, moinho, ordenhar, fábrica, grade, leite, moagem, rotina, moa, trituração