Αλέθω στα ουγγρικά

Μετάφραση: αλέθω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
malom, csikorgás, darál, darálás, grind, őrölni, őrlés
Αλέθω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλέθω

αλέθω in english, αλέθω στα αγγλικα, αλέθω παρατατικος, αλέθω σιτάρι, αλέθω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αλέθω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • αλάνθαστος στα ουγγρικά - tévedhetetlen, csalatkozhatatlan, csalhatatlan, tévedhetetlenek, tévedhetetlennek
  • αλάτι στα ουγγρικά - sótartó, só, besózott, konyhasó, sót, sója, sóját, ...
  • αλέτρι στα ουγγρικά - szántás, eke, ekét, plough, plow
  • αλήθεια στα ουγγρικά - igazság, igazságot, igazat, az igazság, az igazságot
Τυχαίες λέξεις
Αλέθω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: malom, csikorgás, darál, darálás, grind, őrölni, őrlés