Αλέθω στα λιθουανικά

Μετάφραση: αλέθω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
fabrikas, šlifuoti, malimas, brūžinti, aptekinti, garankštis
Αλέθω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλέθω

αλέθω in english, αλέθω στα αγγλικα, αλέθω παρατατικος, αλέθω σιτάρι, αλέθω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αλέθω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • αλάνθαστος στα λιθουανικά - neklystantis, patikimas, neklystantys, neklaidingas, neklaidingi
  • αλάτι στα λιθουανικά - druska, druskos, druską, druskų, salt
  • αλέτρι στα λιθουανικά - arti, plūgas, arimas, sniego valytuvas, irtis, skintis kelią
  • αλήθεια στα λιθουανικά - labai, tikrai, tiesa, tiesos, tiesą, tiesa ta
Τυχαίες λέξεις
Αλέθω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: fabrikas, šlifuoti, malimas, brūžinti, aptekinti, garankštis