Αλέθω στα ισλανδικά
Μετάφραση: αλέθω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mala, Grind, að mala
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλέθω
αλέθω in english, αλέθω στα αγγλικα, αλέθω παρατατικος, αλέθω σιτάρι, αλέθω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αλέθω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αλάνθαστος στα ισλανδικά - infallible, óskeikular, óskeikulir, óskeikulur
- αλάτι στα ισλανδικά - saltur, salt, salti, saltið, salts
- αλέτρι στα ισλανδικά - plóg, ruddi götuna
- αλήθεια στα ισλανδικά - sannleikur, hæfa, sannarlega, eiginlega, sannleikurinn, sannleikann, satt, ...
Τυχαίες λέξεις
Αλέθω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: mala, Grind, að mala
Μεταφράσεις: mala, Grind, að mala