Αλέθω στα ουκρανικά

Μετάφραση: αλέθω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
молочний, наточити, гострити, молоти, виточити, загострити, молотимуть, молоть
Αλέθω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλέθω

αλέθω in english, αλέθω στα αγγλικα, αλέθω παρατατικος, αλέθω σιτάρι, αλέθω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αλέθω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αλάνθαστος στα ουκρανικά - заплутаний, нерозв'язний, безвихідний, безпомилковий, складний, непогрішний, непогрішимий
  • αλάτι στα ουκρανικά - сіль, сіль | соль |, сіль | соль, соль
  • αλέτρι στα ουκρανικά - зйомка, плуг, плуга
  • αλήθεια στα ουκρανικά - правдивість, відповідник, воістину, істина, відповідність, перерозподіли, правда, ...
Τυχαίες λέξεις
Αλέθω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: молочний, наточити, гострити, молоти, виточити, загострити, молотимуть, молоть