Αλέθω στα δανικά

Μετάφραση: αλέθω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
male, fabrik, grind, trummerum, slibe, formaling
Αλέθω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλέθω

αλέθω in english, αλέθω στα αγγλικα, αλέθω παρατατικος, αλέθω σιτάρι, αλέθω λεξικό γλώσσας δανικά, αλέθω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αλάνθαστος στα δανικά - ufejlbarlig, ufejlbarlige, ufejlbarligt, ufejlbar
  • αλάτι στα δανικά - salte, salt, saltet
  • αλέτρι στα δανικά - pløje, plov, ploven, plow, plovens, plough
  • αλήθεια στα δανικά - virkelig, faktisk, sandhed, sandheden, truth
Τυχαίες λέξεις
Αλέθω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: male, fabrik, grind, trummerum, slibe, formaling