Αμοιβαίος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αμοιβαίος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
общ, взаимен, взаимно, взаимното, взаимна, взаимната
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμοιβαίος
αμοιβαίος αποκλεισμός, αμοιβαίος συνωνυμα, αμοιβαίος συνώνυμο, αμοιβαίος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αμοιβαίος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αμοιβάδα στα βουλγαρικά - амеба, амебата, амеби
- αμοιβή στα βουλγαρικά - плата, награда, такса, възнаграждение, възнагражденията, възнаграждението, възнаграждения, ...
- αμπάρι στα βουλγαρικά - запазвам, трюм, държа, задръжте, държи, държат, притежават
- αμπέλι στα βουλγαρικά - лозе, лозето, лозя, лозята, лозарския
Τυχαίες λέξεις
Αμοιβαίος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: общ, взаимен, взаимно, взаимното, взаимна, взаимната
Μεταφράσεις: общ, взаимен, взаимно, взаимното, взаимна, взаимната