Αμφίβιο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αμφίβιο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
амфибия, самолет-амфибия, хидроплан, земноводно животно, земноводно
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφίβιο
περιοδικό αμφίβιο, αμφίβιο όχημα, αμφίβιο σπίτι, χελώνα αμφίβιο, αμφίβιο πλοίο, αμφίβιο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αμφίβιο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αμυντικός στα βουλγαρικά - отбранителен, защитата, защита, на защитата, отбранителна
- αμυχή στα βουλγαρικά - скарификация, обезобразяване, разрязване, скарификационен, разрохкване
- αμφίβιος στα βουλγαρικά - двойствен, амфибия, амфибии, амфибийно
- αμφίβολος στα βουλγαρικά - несигурен, несигурна
Τυχαίες λέξεις
Αμφίβιο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: амфибия, самолет-амфибия, хидроплан, земноводно животно, земноводно
Μεταφράσεις: амфибия, самолет-амфибия, хидроплан, земноводно животно, земноводно