Αμφίβιο στα δανικά
Μετάφραση: αμφίβιο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
padde, amfibieflyvemaskine, amfibiedyr, amfibiefly, padder
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφίβιο
περιοδικό αμφίβιο, αμφίβιο όχημα, αμφίβιο σπίτι, χελώνα αμφίβιο, αμφίβιο πλοίο, αμφίβιο λεξικό γλώσσας δανικά, αμφίβιο στα δανικά
Μεταφράσεις
- αμυντικός στα δανικά - defensiv, defensive, forsvar, forsvarsfejl, defensiven
- αμυχή στα δανικά - kradse, skrabe, scarification, skarifikation
- αμφίβιος στα δανικά - amfibiekøretøjer, amfibie, amfibiske, amfibisk, amfibietransportfartøj
- αμφίβολος στα δανικά - iffy, usikker
Τυχαίες λέξεις
Αμφίβιο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: padde, amfibieflyvemaskine, amfibiedyr, amfibiefly, padder
Μεταφράσεις: padde, amfibieflyvemaskine, amfibiedyr, amfibiefly, padder