Αμφίβιο στα τσεχικά
Μετάφραση: αμφίβιο, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obojživelník, obojživelný, obojživelníka, obojživelníků, obojživelné
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφίβιο
περιοδικό αμφίβιο, αμφίβιο όχημα, αμφίβιο σπίτι, χελώνα αμφίβιο, αμφίβιο πλοίο, αμφίβιο λεξικό γλώσσας τσεχικά, αμφίβιο στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- αμυντικός στα τσεχικά - obranný, defenzivní, obranné, obranná, obrannou
- αμυχή στα τσεχικά - podrbat, škrábanec, oděrka, škrábat, drápat, obrušování, drápnout, ...
- αμφίβιος στα τσεχικά - obojživelný, obojživelné, obojživelná, obojživelných, obojživelného
- αμφίβολος στα τσεχικά - nejistý, neurčitý, nestálý, nerozhodný, pochybovačný, problematický, proměnlivý, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμφίβιο στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: obojživelník, obojživelný, obojživelníka, obojživelníků, obojživelné
Μεταφράσεις: obojživelník, obojživelný, obojživelníka, obojživelníků, obojživelné