Αμφίβιο στα ιταλικά
Μετάφραση: αμφίβιο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
anfibio, anfibi, Amphibian, ambiente anfibio, degli anfibi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφίβιο
περιοδικό αμφίβιο, αμφίβιο όχημα, αμφίβιο σπίτι, χελώνα αμφίβιο, αμφίβιο πλοίο, αμφίβιο λεξικό γλώσσας ιταλικά, αμφίβιο στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αμυντικός στα ιταλικά - difensiva, difensivo, campo, difesa
- αμυχή στα ιταλικά - graffiare, graffio, abrasione, scarificazione, scarification, scarificazioni, la scarificazione, ...
- αμφίβιος στα ιταλικά - anfibio, anfibi, anfibia, anfibie, amphibious
- αμφίβολος στα ιταλικά - dubbioso, malsicuro, incerto, iffy
Τυχαίες λέξεις
Αμφίβιο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: anfibio, anfibi, Amphibian, ambiente anfibio, degli anfibi
Μεταφράσεις: anfibio, anfibi, Amphibian, ambiente anfibio, degli anfibi