Αμφίβιο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αμφίβιο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anfíbio, anfíbios, de anfíbios, dos anfíbios, amphibian
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφίβιο
περιοδικό αμφίβιο, αμφίβιο όχημα, αμφίβιο σπίτι, χελώνα αμφίβιο, αμφίβιο πλοίο, αμφίβιο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αμφίβιο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αμυντικός στα πορτογαλικά - defensivo, defensiva, defesa, de defesa, na defensiva
- αμυχή στα πορτογαλικά - arranhar, risco, coçar, raspadura, abrasão, desgaste, raspar, ...
- αμφίβιος στα πορτογαλικά - anfíbio, anfíbia, amphibious, anfíbios, anfíbias
- αμφίβολος στα πορτογαλικά - dúvida, duvidoso, duvidar, aleatório, incerto, dubitável, duvidosa, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμφίβιο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: anfíbio, anfíbios, de anfíbios, dos anfíbios, amphibian
Μεταφράσεις: anfíbio, anfíbios, de anfíbios, dos anfíbios, amphibian