Αμφίβιο στα τούρκικα
Μετάφραση: αμφίβιο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
amfibi, amfibiyen, amfibik, bir amfibiyen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφίβιο
περιοδικό αμφίβιο, αμφίβιο όχημα, αμφίβιο σπίτι, χελώνα αμφίβιο, αμφίβιο πλοίο, αμφίβιο λεξικό γλώσσας τούρκικα, αμφίβιο στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αμυντικός στα τούρκικα - savunma, defans, defansif, savunmacı, rakip defans
- αμυχή στα τούρκικα - kazıma, scarification, deriyi soyma, cilt kesileri, yapılan cilt kesileri
- αμφίβιος στα τούρκικα - amfibi, amphibious, amfibik, Çıkarma, karada ve denizde yaşayan
- αμφίβολος στα τούρκικα - şüpheli, iffy
Τυχαίες λέξεις
Αμφίβιο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: amfibi, amfibiyen, amfibik, bir amfibiyen
Μεταφράσεις: amfibi, amfibiyen, amfibik, bir amfibiyen