Αμφίβιο στα ολλανδικά

Μετάφραση: αμφίβιο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
amfibie, amfibieën, amfibische
Αμφίβιο στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφίβιο

περιοδικό αμφίβιο, αμφίβιο όχημα, αμφίβιο σπίτι, χελώνα αμφίβιο, αμφίβιο πλοίο, αμφίβιο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αμφίβιο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αμυντικός στα ολλανδικά - defensief, defensieve, verdediging, verdedigende, defensie
  • αμυχή στα ολλανδικά - krauwen, schram, klauwen, scharrelen, krabben, insnijding, scarification, ...
  • αμφίβιος στα ολλανδικά - amfibisch, amfibische, amfibie, amfibievoertuig, amfibievoertuigen
  • αμφίβολος στα ολλανδικά - dubieus, onbepaald, discutabel, twijfelachtig, onzeker, iffy
Τυχαίες λέξεις
Αμφίβιο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: amfibie, amfibieën, amfibische