Αμφίβιο στα ρωσικά

Μετάφραση: αμφίβιο, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
амфибия, земноводные, танк-амфибия, амфибийный, плавающий, земноводный, амфибии, амфибий, земноводное
Αμφίβιο στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφίβιο

περιοδικό αμφίβιο, αμφίβιο όχημα, αμφίβιο σπίτι, χελώνα αμφίβιο, αμφίβιο πλοίο, αμφίβιο λεξικό γλώσσας ρωσικά, αμφίβιο στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • αμυντικός στα ρωσικά - защитный, оборона, оборонительный, защитительный, заградительный, оборонный, оборонительные, ...
  • αμυχή στα ρωσικά - истирание, скрип, снашивание, стирание, черкнуть, случайный, поцарапать, ...
  • αμφίβιος στα ρωσικά - земноводный, десантный, амфибия, амфибии, земноводных
  • αμφίβολος στα ρωσικά - неуверенный, капризный, неясный, подозрительный, неопределенный, недостоверный, неопределимый, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμφίβιο στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: амфибия, земноводные, танк-амфибия, амфибийный, плавающий, земноводный, амфибии, амфибий, земноводное