Αναρριχώμαι στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αναρριχώμαι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
боричкане, надпревара, катерене, лазене, катеря се
Αναρριχώμαι στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναρριχώμαι

αναρριχώμαι κλίση, αναρριχώμαι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αναρριχώμαι στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αναπόφευκτα στα βουλγαρικά - неизбежно, неминуемо, неизбежно се, неизменно
  • αναπόφευκτος στα βουλγαρικά - неизбежен, неизбежно, неизбежна, неизбежното, неизбежни
  • αναρροφώ στα βουλγαρικά - отклонявам, източват, източване на, отточва, източва
  • αναρρόφηση στα βουλγαρικά - всмукване, всмукателен, засмукване, изсмукване, смукателния
Τυχαίες λέξεις
Αναρριχώμαι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: боричкане, надпревара, катерене, лазене, катеря се