Αναρριχώμαι στα τούρκικα
Μετάφραση: αναρριχώμαι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mücâdele, karıştırmak, tırmanış, mücâdele vermek, kapışmak
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναρριχώμαι
αναρριχώμαι κλίση, αναρριχώμαι λεξικό γλώσσας τούρκικα, αναρριχώμαι στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αναπόφευκτα στα τούρκικα - kaçınılmaz, kaçınılmaz olarak, kaçınılmaz bir, ister istemez
- αναπόφευκτος στα τούρκικα - kaçınılmaz, kaçınılmazdır, kaçınılmaz bir, kaçınılmazdı, vazgeçilmez
- αναρροφώ στα τούρκικα - emmek, kanunsuz olarak kazanmak, cebe indirmek, sifonla akıtmak, hortumlamasına
- αναρρόφηση στα τούρκικα - emme, emiş, emici, vakum
Τυχαίες λέξεις
Αναρριχώμαι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: mücâdele, karıştırmak, tırmanış, mücâdele vermek, kapışmak
Μεταφράσεις: mücâdele, karıştırmak, tırmanış, mücâdele vermek, kapışmak