Αναρριχώμαι στα ολλανδικά

Μετάφραση: αναρριχώμαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opgaan, opkomen, rijzen, opstaan, klauteren, wedloop, Scramble, gooi door elkaar, gooit door elkaar
Αναρριχώμαι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναρριχώμαι

αναρριχώμαι κλίση, αναρριχώμαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αναρριχώμαι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αναπόφευκτα στα ολλανδικά - onvermijdelijk, noodzakelijkerwijs, onherroepelijk
  • αναπόφευκτος στα ολλανδικά - onvermijdelijk, onvermijdelijke, onvermijdelijk is, het onvermijdelijk, onontkoombaar
  • αναρροφώ στα ολλανδικά - hevelen, af te tappen, aftappen, wegzuigen, overhevelen
  • αναρρόφηση στα ολλανδικά - zuiging, zuigkracht, zuig, zuig-, afzuiging
Τυχαίες λέξεις
Αναρριχώμαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: opgaan, opkomen, rijzen, opstaan, klauteren, wedloop, Scramble, gooi door elkaar, gooit door elkaar