Αναρριχώμαι στα ουκρανικά
Μετάφραση: αναρριχώμαι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
піднятися, здійматися, підніміться, здійматись, боротьба, боротьби
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναρριχώμαι
αναρριχώμαι κλίση, αναρριχώμαι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αναρριχώμαι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αναπόφευκτα στα ουκρανικά - неминуче
- αναπόφευκτος στα ουκρανικά - неминучий, неминучість, неминуче, неминуча
- αναρροφώ στα ουκρανικά - відкачувати, откачивать, відкачуватимуть, викачувати, відкачуватиме
- αναρρόφηση στα ουκρανικά - смоктання, усмоктування, ссання, всмоктуючий, всмоктувальний, усмоктувальний, всмоктує, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναρριχώμαι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: піднятися, здійматися, підніміться, здійматись, боротьба, боротьби
Μεταφράσεις: піднятися, здійматися, підніміться, здійматись, боротьба, боротьби