Αναρριχώμαι στα εσθονικά
Μετάφραση: αναρριχώμαι, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rüselus, Skrambleeri, scramble, kisklema
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναρριχώμαι
αναρριχώμαι κλίση, αναρριχώμαι λεξικό γλώσσας εσθονικά, αναρριχώμαι στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- αναπόφευκτα στα εσθονικά - vältimatult, paratamatult, kindlasti, vältimatu, kahtlemata
- αναπόφευκτος στα εσθονικά - paratamatus, vältimatu, paratamatu, vältimatud, möödapääsmatu
- αναρροφώ στα εσθονικά - sifooni, sifoon, siphon, sifooniga, sifoonida
- αναρρόφηση στα εσθονικά - imemine, imamine, imemise, vaakumfiltreerimise, vaakumfiltreeritakse, äraveo
Τυχαίες λέξεις
Αναρριχώμαι στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: rüselus, Skrambleeri, scramble, kisklema
Μεταφράσεις: rüselus, Skrambleeri, scramble, kisklema