Αναρριχώμαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αναρριχώμαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ascender, alar, atropelo, passeio, subida, corrida, precipitação
Αναρριχώμαι στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναρριχώμαι

αναρριχώμαι κλίση, αναρριχώμαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αναρριχώμαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αναπόφευκτα στα πορτογαλικά - inevitavelmente, inevitável
  • αναπόφευκτος στα πορτογαλικά - inevitável, inevitáveis
  • αναρροφώ στα πορτογαλικά - sifão fora, sugar, desviar, sugarem, desviar a
  • αναρρόφηση στα πορτογαλικά - sucção, aspiração, de sucção, de aspiração, sucção de
Τυχαίες λέξεις
Αναρριχώμαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ascender, alar, atropelo, passeio, subida, corrida, precipitação