Αναρριχώμαι στα λευκορωσικά

Μετάφραση: αναρριχώμαι, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
падымаццa, барацьба, дужанне, змаганне, борьба
Αναρριχώμαι στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναρριχώμαι

αναρριχώμαι κλίση, αναρριχώμαι λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αναρριχώμαι στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • αναπόφευκτα στα λευκορωσικά - непазбежна, непазьбежна, непазбежнае
  • αναπόφευκτος στα λευκορωσικά - непазбежны, непазьбежны, непазбежную, непазбежнае, непазьбежнае
  • αναρροφώ στα λευκορωσικά - адпампоўваць, адкачваць, перапампоўваць грошы, перапампоўваць
  • αναρρόφηση στα λευκορωσικά - всасывать, ўсмоктвае, які ўсмоктвае
Τυχαίες λέξεις
Αναρριχώμαι στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: падымаццa, барацьба, дужанне, змаганне, борьба