Αντικρούω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αντικρούω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
опровергавам, оборва
Αντικρούω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντικρούω

αντικρούω συνώνυμα, αντικρούω στα αγγλικα, αντικρούω συνώνυμο, αντικρούω λεξικό, αντικρούω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αντικρούω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αντικειμενικός στα βουλγαρικά - обективен, цел, обективна, обективни, обективно
  • αντικρίζω στα βουλγαρικά - конфронтира, противопоставят, изправят, се изправи срещу, изправи
  • αντιλέγω στα βουλγαρικά - нападам, поставям под съмнение, оспорвам, нахвърлям се върху, повдигам възражения срещу
  • αντιλαλώ στα βουλγαρικά - прославям, отеква, прозвучи отново, отекне, кънтя
Τυχαίες λέξεις
Αντικρούω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: опровергавам, оборва