Αντικρούω στα ολλανδικά
Μετάφραση: αντικρούω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weerleggen, te weerleggen, weerleg, het weerleg, wederleggen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντικρούω
αντικρούω συνώνυμα, αντικρούω στα αγγλικα, αντικρούω συνώνυμο, αντικρούω λεξικό, αντικρούω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αντικρούω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αντικειμενικός στα ολλανδικά - honk, doelstelling, mikpunt, schietschijf, doelwit, doel, objectief, ...
- αντικρίζω στα ολλανδικά - aanzien, aangezicht, grijns, durf, vermetelheid, stoutheid, air, ...
- αντιλέγω στα ολλανδικά - tegenspreken, oppugn
- αντιλαλώ στα ολλανδικά - weergalmen, naklank, echo, naklinken, echoën, nagalm, weerklank, ...
Τυχαίες λέξεις
Αντικρούω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: weerleggen, te weerleggen, weerleg, het weerleg, wederleggen
Μεταφράσεις: weerleggen, te weerleggen, weerleg, het weerleg, wederleggen