Αντικρούω στα ουγγρικά
Μετάφραση: αντικρούω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
cáfol, cáfolja, cáfolni, teszi kétségessé ennek, teszi kétségessé
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντικρούω
αντικρούω συνώνυμα, αντικρούω στα αγγλικα, αντικρούω συνώνυμο, αντικρούω λεξικό, αντικρούω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αντικρούω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αντικειμενικός στα ουγγρικά - tárgyi, objektív, cél, célkitűzés, célja, célkitűzése
- αντικρίζω στα ουγγρικά - nyomófelület, színoldal, síktárcsa, lap, elölnézet, fejoldal, felület, ...
- αντιλέγω στα ουγγρικά - ellentmond, vitat, megtámad vmit
- αντιλαλώ στα ουγγρικά - visszhang, visszhangzik, ünnepel, visszhangozzák, felcsendülnek, dallamait visszhangozzák
Τυχαίες λέξεις
Αντικρούω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: cáfol, cáfolja, cáfolni, teszi kétségessé ennek, teszi kétségessé
Μεταφράσεις: cáfol, cáfolja, cáfolni, teszi kétségessé ennek, teszi kétségessé