Αντικρούω στα τούρκικα

Μετάφραση: αντικρούω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yalanlamak, susturmak, çürütmek, aksini ispatlamak
Αντικρούω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντικρούω

αντικρούω συνώνυμα, αντικρούω στα αγγλικα, αντικρούω συνώνυμο, αντικρούω λεξικό, αντικρούω λεξικό γλώσσας τούρκικα, αντικρούω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • αντικειμενικός στα τούρκικα - gerçek, niyet, objektif, nesnel, hedef, amaç, amacı, ...
  • αντικρίζω στα τούρκικα - surat, karşılaştırmak, yüz, bakış, yüzleştirmek, yüzleşmek, karşı karşıya, ...
  • αντιλέγω στα τούρκικα - yalanlama, yalanlamak, eleştiriyle karşılık vermek, karşı koymak
  • αντιλαλώ στα τούρκικα - tınlamak, çınlamak, yankılandığında, yankılanacak, yayılmak
Τυχαίες λέξεις
Αντικρούω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yalanlamak, susturmak, çürütmek, aksini ispatlamak