Αποδεκτός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αποδεκτός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
допустим, допустима, за допустима, допустимо, допустими
Αποδεκτός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδεκτός

αποδεκτός αγγλικα, αποδεκτός συνώνυμο, αποδεκτός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αποδεκτός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αποδεικνύω στα βουλγαρικά - докаже,, докаже, докажете, докажат, да докаже
  • αποδεκατίζω στα βουλγαρικά - покосявам, унищожи, да покосявам, да унищожат, вземам десятък
  • αποδεσμεύω στα βουλγαρικά - освобождавам, свалям оковите на
  • αποδημία στα βουλγαρικά - берекет, миграция, миграцията, на миграцията, миграционните, миграционна
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκτός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: допустим, допустима, за допустима, допустимо, допустими