Αποδεκτός στα τούρκικα
Μετάφραση: αποδεκτός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kabul edilebilir, kabul, kabuledilebilir, admissible, kabul edilebilir bir
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδεκτός
αποδεκτός αγγλικα, αποδεκτός συνώνυμο, αποδεκτός λεξικό γλώσσας τούρκικα, αποδεκτός στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αποδεικνύω στα τούρκικα - denemek, kanıtlamak, görünmek, tanıştırmak, gözükmek, ispat, ispatlamak, ...
- αποδεκατίζω στα τούρκικα - kırıp geçirmek, kırıp, Decimate, ölçüde azaltmak, fethedelim
- αποδεσμεύω στα τούρκικα - serbest bırakmak, zincirlerini çıkarmak
- αποδημία στα τούρκικα - göç, geçiş, göçü, migrasyon, göçün
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκτός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kabul edilebilir, kabul, kabuledilebilir, admissible, kabul edilebilir bir
Μεταφράσεις: kabul edilebilir, kabul, kabuledilebilir, admissible, kabul edilebilir bir