Αποδεκτός στα ουκρανικά
Μετάφραση: αποδεκτός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жаданий, прийнятний, приємний, припустимий, бажаний, допустимий, допустима, допустиму
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδεκτός
αποδεκτός αγγλικα, αποδεκτός συνώνυμο, αποδεκτός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αποδεκτός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αποδεικνύω στα ουκρανικά - продемонструвати, ствердьте, демонструйте, затверджувати, гордо, демонструвати, стверджувати, ...
- αποδεκατίζω στα ουκρανικά - косити, знищувати, нищити
- αποδεσμεύω στα ουκρανικά - розв'язувати, розв'язати, unshackle
- αποδημία στα ουκρανικά - еміграція, еміграційний, міграція, міграції
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκτός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: жаданий, прийнятний, приємний, припустимий, бажаний, допустимий, допустима, допустиму
Μεταφράσεις: жаданий, прийнятний, приємний, припустимий, бажаний, допустимий, допустима, допустиму