Αποδεκτός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αποδεκτός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дапушчальны, дапушчальная, дапушчальную
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδεκτός
αποδεκτός αγγλικα, αποδεκτός συνώνυμο, αποδεκτός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αποδεκτός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αποδεικνύω στα λευκορωσικά - даказваць, даводзіць
- αποδεκατίζω στα λευκορωσικά - знішчаць, зьнішчаць
- αποδεσμεύω στα λευκορωσικά - unshackle
- αποδημία στα λευκορωσικά - міграцыя, міграцыі
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκτός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: дапушчальны, дапушчальная, дапушчальную
Μεταφράσεις: дапушчальны, дапушчальная, дапушчальную