Αποδεκτός στα δανικά

Μετάφραση: αποδεκτός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
realitetsbehandling, antages til realitetsbehandling, til realitetsbehandling, antages
Αποδεκτός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδεκτός

αποδεκτός αγγλικα, αποδεκτός συνώνυμο, αποδεκτός λεξικό γλώσσας δανικά, αποδεκτός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αποδεικνύω στα δανικά - teste, bevise, vise, vise sig, godtgøre
  • αποδεκατίζω στα δανικά - decimere, decimerer, udslet, tynde ud
  • αποδεσμεύω στα δανικά - løsrive
  • αποδημία στα δανικά - migration, indvandring, migrationen, migrering, vandring
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκτός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: realitetsbehandling, antages til realitetsbehandling, til realitetsbehandling, antages