Αποδεκτός στα ιταλικά
Μετάφραση: αποδεκτός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accettabile, ammissibile, ricevibile, ricevibili, ammissibili, ricevibilità
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδεκτός
αποδεκτός αγγλικα, αποδεκτός συνώνυμο, αποδεκτός λεξικό γλώσσας ιταλικά, αποδεκτός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αποδεικνύω στα ιταλικά - esperimentare, esibire, collaudare, comprovare, dimostrare, assaggiare, presentare, ...
- αποδεκατίζω στα ιταλικά - decimare, decimare i, decimare le, di decimare, decimare il
- αποδεσμεύω στα ιταλικά - unshackle
- αποδημία στα ιταλικά - migrazione, la migrazione, di migrazione, migrazioni, immigrazione
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκτός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: accettabile, ammissibile, ricevibile, ricevibili, ammissibili, ricevibilità
Μεταφράσεις: accettabile, ammissibile, ricevibile, ricevibili, ammissibili, ricevibilità