Αποδεκτός στα φινλανδικά

Μετάφραση: αποδεκτός, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
otollinen, sallittava, hyväksyttävä, kelvollinen, suotava, hyväksytty, tutkittavaksi, ottaa tutkittavaksi, otettava tutkittavaksi, otettiin
Αποδεκτός στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδεκτός

αποδεκτός αγγλικα, αποδεκτός συνώνυμο, αποδεκτός λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αποδεκτός στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • αποδεικνύω στα φινλανδικά - kokeilla, ilmentää, yrittää, näyttää toteen, koetella, esittää, vannoa, ...
  • αποδεκατίζω στα φινλανδικά - tappaa, tuhota, harventaa, hävittää, decimate, verottaa, tuhoavat
  • αποδεσμεύω στα φινλανδικά - unshackle
  • αποδημία στα φινλανδικά - vaellus, siirtolaisuus, siirtyminen, muutto, muuttoliike, maahanmuuton, maahanmuuttoa, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκτός στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: otollinen, sallittava, hyväksyttävä, kelvollinen, suotava, hyväksytty, tutkittavaksi, ottaa tutkittavaksi, otettava tutkittavaksi, otettiin