Αποδεκτός στα ρουμανικά

Μετάφραση: αποδεκτός, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acceptabil, admisibil, admisibilă, admisibile, admisă, admise
Αποδεκτός στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδεκτός

αποδεκτός αγγλικα, αποδεκτός συνώνυμο, αποδεκτός λεξικό γλώσσας ρουμανικά, αποδεκτός στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • αποδεικνύω στα ρουμανικά - dovedi, demonstra, prezenta, dovedească, dovedesc, demonstreze
  • αποδεκατίζω στα ρουμανικά - decima, decimeze, a decima, decimați, decimarea
  • αποδεσμεύω στα ρουμανικά - descătușa, descătușați, elibera
  • αποδημία στα ρουμανικά - emigrare, migrațiune, migrației, migrația, migrație, migrare
Τυχαίες λέξεις
Αποδεκτός στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: acceptabil, admisibil, admisibilă, admisibile, admisă, admise