Αποδοχές στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αποδοχές, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
печалба, заработен, приходите, приходи, доходи, печалби
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδοχές
αποδοχές φορολογούμενες με ειδικό τρόπο ή αυτοτελώς, αποδοχές απαλλασσόμενες στο σύνολό τους, αποδοχές δημοσίων υπαλλήλων, αποδοχές γενικού γραμματέα υπουργείου, αποδοχές δικαστών, αποδοχές λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αποδοχές στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αποδοτικός στα βουλγαρικά - ефикасен, ефективно, ефективност, ефективна, ефективен
- αποδοτικότητα στα βουλγαρικά - ефективност, ефективността, ефикасност, ефикасността, на ефективността
- αποδοχή στα βουλγαρικά - приемане, приемането, приемане на, за приемане, одобрение
- αποδυναμώνομαι στα βουλγαρικά - осиромашавам, изтощавам, изчерпвам, лишавам от интерес
Τυχαίες λέξεις
Αποδοχές στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: печалба, заработен, приходите, приходи, доходи, печалби
Μεταφράσεις: печалба, заработен, приходите, приходи, доходи, печалби