Αποδοχές στα ουκρανικά

Μετάφραση: αποδοχές, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
надходження, доход, заробітки, заробіток, прибуток, прибутку
Αποδοχές στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδοχές

αποδοχές φορολογούμενες με ειδικό τρόπο ή αυτοτελώς, αποδοχές απαλλασσόμενες στο σύνολό τους, αποδοχές δημοσίων υπαλλήλων, αποδοχές γενικού γραμματέα υπουργείου, αποδοχές δικαστών, αποδοχές λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αποδοχές στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αποδοτικός στα ουκρανικά - оперативний, продуктивний, вправний, ефективний, найефективніший, ефективніший
  • αποδοτικότητα στα ουκρανικά - ефективність, дієвість, Є, ефективності
  • αποδοχή στα ουκρανικά - прийом, акцептний, ухвалення, акцептування, прийняття, вжиття
  • αποδυναμώνομαι στα ουκρανικά - малодушний, легкодухий, збіднювати, збіднює, обідняти
Τυχαίες λέξεις
Αποδοχές στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: надходження, доход, заробітки, заробіток, прибуток, прибутку