Αποδοχές στα τούρκικα

Μετάφραση: αποδοχές, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aylık, ücret, maaş, kazanç, kâr, kazançlar, kazançları, gelir, kazancı
Αποδοχές στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδοχές

αποδοχές φορολογούμενες με ειδικό τρόπο ή αυτοτελώς, αποδοχές απαλλασσόμενες στο σύνολό τους, αποδοχές δημοσίων υπαλλήλων, αποδοχές γενικού γραμματέα υπουργείου, αποδοχές δικαστών, αποδοχές λεξικό γλώσσας τούρκικα, αποδοχές στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • αποδοτικός στα τούρκικα - etkili, verimli, etkin, verimli bir, etkin bir
  • αποδοτικότητα στα τούρκικα - etkinlik, verim, verimliliği, verimlilik, verimli
  • αποδοχή στα τούρκικα - kabul, kabulü, kabul edilmesi, kabul etme
  • αποδυναμώνομαι στα τούρκικα - zayıflatmak, yoksullaştıran, yoksullaştıracak, yoksullaştırma, impoverish
Τυχαίες λέξεις
Αποδοχές στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: aylık, ücret, maaş, kazanç, kâr, kazançlar, kazançları, gelir, kazancı