Αποδοχές στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αποδοχές, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
salário, lucros, lucro, ordenado, pagamento, vantagem, proveito, ganhos, rendimentos
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδοχές
αποδοχές φορολογούμενες με ειδικό τρόπο ή αυτοτελώς, αποδοχές απαλλασσόμενες στο σύνολό τους, αποδοχές δημοσίων υπαλλήλων, αποδοχές γενικού γραμματέα υπουργείου, αποδοχές δικαστών, αποδοχές λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποδοχές στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αποδοτικός στα πορτογαλικά - eficiente, eficaz, eficientes, eficiência, eficazes
- αποδοτικότητα στα πορτογαλικά - eficiência, eficácia, a eficiência, eficiência de, da eficiência
- αποδοχή στα πορτογαλικά - aceitação, acolhida, acolhimento, admissão, na aceitação, a aceitação, de aceitação
- αποδυναμώνομαι στα πορτογαλικά - fraco, enfraqueça-se, enfraquecer, débil, empobrecer, empobrece, empobrecê, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποδοχές στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: salário, lucros, lucro, ordenado, pagamento, vantagem, proveito, ganhos, rendimentos
Μεταφράσεις: salário, lucros, lucro, ordenado, pagamento, vantagem, proveito, ganhos, rendimentos