Αποδοχές στα πολωνικά

Μετάφραση: αποδοχές, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zarobek, płaca, zarobki, zyski, zysk, dochody
Αποδοχές στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποδοχές

αποδοχές φορολογούμενες με ειδικό τρόπο ή αυτοτελώς, αποδοχές απαλλασσόμενες στο σύνολό τους, αποδοχές δημοσίων υπαλλήλων, αποδοχές γενικού γραμματέα υπουργείου, αποδοχές δικαστών, αποδοχές λεξικό γλώσσας πολωνικά, αποδοχές στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αποδοτικός στα πολωνικά - sprawny, zdolny, dochodowy, wydolny, wydajny, skuteczny, operatywny, ...
  • αποδοτικότητα στα πολωνικά - efektywność, efekciarstwo, skuteczność, wydajność, sprawność, efektywności
  • αποδοχή στα πολωνικά - akcept, zgoda, akceptacja, przyjęcie, przyjmowanie, przyjęcia
  • αποδυναμώνομαι στα πολωνικά - osłabić, słabnąć, osłabnąć, rozwodnić, nadwątlić, osłabiać, zubożyć, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποδοχές στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zarobek, płaca, zarobki, zyski, zysk, dochody