Βρίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: βρίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
злоупотребление, оригване, оригна, оригвам, се оригна, оригването
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βρίζω
βρίζω κι εγώ τα έπιπλα όταν σκοντάφτω πάνω τους, βρίζω in english, βρίζω μετάφραση, βρίζω ονειροκρίτης, βρίζω συνωνυμα, βρίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, βρίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- βρέχω στα βουλγαρικά - дъжд, дъжда, дъждове, дъждовна
- βρήκα στα βουλγαρικά - намерени, намерено, намери, установено, бе открита
- βρίθω στα βουλγαρικά - изобилстват, преуспявате, изобилства, изобилно, преумножава
- βρίσκομαι στα βουλγαρικά - съм, берилий, аз
Τυχαίες λέξεις
Βρίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: злоупотребление, оригване, оригна, оригвам, се оригна, оригването
Μεταφράσεις: злоупотребление, оригване, оригна, оригвам, се оригна, оригването